αιχμαλωτίς

αιχμαλωτίς
αἰχμαλωτὶς (-ίδος), η (Α) [αἰχμάλωτος]
1. (ως επίθ. θηλ. τού αιχμάλωτος*
2. ως ουσ. η αιχμάλωτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αἰχμαλωτίδα — αἰχμαλωτίς captive fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδας — αἰχμαλωτίς captive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδες — αἰχμαλωτίς captive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδος — αἰχμαλωτίς captive fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδων — αἰχμαλωτίς captive fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίσι — αἰχμαλωτίς captive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίσιν — αἰχμαλωτίς captive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”